- ὀχούμενος
- ὀχάομαιleappres part mp masc nom sg (attic epic doric ionic)ὀχέωhold fastpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SILENUS — I. SILENUS Bacchi nutritius et Paedagogus, semper asinô vehi solitus: quem Aratus, in gratiam alumm, inter sidera translatum dicit. Silenos vero provectioris aetatis Satyros dici, affirmat Pausan. l. 1. quos ebrios, ut plurimum, fingunt. Unde… … Hofmann J. Lexicon universale
γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… … Dictionary of Greek
οχρός — ὀχρός (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀχούμενος, φερόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ. από το όχος] … Dictionary of Greek
οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 … Dictionary of Greek